Είμαι δημόσιος υπάλληλος σε μια κρατική υπηρεσία. Κάνω δουλειά γραφείου δηλαδή. Πρέπει να μιλήσω για τις δυσκολίες που αντιμετώπισα πριν ακόμα διοριστώ. Κανείς επαγγελματίας δεν έχει αγωνιστεί όσο εγώ.
Είχα πάντα τη φιλοδοξία να προσφέρω στο κοινωνικό σύνολο. Για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, πλησίασα υποψήφιους βουλευτές, υποθήκευσα τις ψήφους της οικογένειάς μου, έκανα προεκλογικό αγώνα, κόλλησα αφίσες, υποσχέθηκα πίστη και αφοσίωση.
Όταν ο βουλευτής μου εξελέγη, με διόρισε συμβασιούχο για λίγους μήνες. Ήταν δύσκολη περίοδος. Οι μόνιμοι συνάδελφοί μου, μου φόρτωναν όλη τη δουλειά. Όταν ήρθε ο καιρός να απολυθώ, το σωματείο μας έκανε κινητοποιήσεις για τη μετατροπή της σύμβασης σε «αορίστου χρόνου», δηλαδή τη μονιμοποίηση. Έλαβα μέρος σε όλες τις κινητοποιήσεις. Όταν υπέγραφα εξάμηνη σύμβαση, δεν εννοούσα «εξάμηνη». Σκεφτόμουν μόνο να τρυπώσω εκεί μέσα και τα λέμε. Οι μόνιμοι μας υποστήριξαν λέγοντας ότι καλύπτουμε «πάγιες και διαρκείς ανάγκες».
Κι έτσι βρίσκομαι πίσω απΆ το γραφείο μου, που ανάθεμα την ώρα. Δέχομαι πολίτες με χαρτιά. Ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Έρχονται με θράσος και απαιτούν να εξυπηρετηθούν γρήγορα. Όποιον μου τη σπάσει πολύ, τον στέλνω στον όγδοο όροφο για να πάρει μια υπογραφή από το συνάδελφό μου το Μήτσο. «Και μετά πάλι εδώ», του λέω.
Οι πολίτες διαμαρτύρονται για τις ουρές, για τα σκαλοπάτια που ανεβαίνουν πηγαίνοντας από γραφείο σε γραφείο. Μα γιατί; Ανεβαίνοντας τα σκαλιά μας έχουν δωρεάν γυμναστική. Προσφέρουμε στη δημόσια υγεία. Περιμένοντας στις ουρές χάνουν, λέει, το μεροκάματο. Μα, βρε κορόιδα, ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει για να μην πάει μια μέρα στη δουλειά. Αχάριστοι!
Μου τη δίνει άσχημα και φεύγω. Πάω μια βόλτα έξω, να δω λίγο κόσμο, να ψωνίσω, να διαβάσω καμιά εφημερίδα. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Είναι καιρός τώρα που ζητάμε προσωπικό. Πρέπει να προσλάβουν συμβασιούχους. Δεν βγαίνει η δουλειά από μας.
y=αx+β
Απρίλιος 2005