Επιμελείται ο Αλέξανδρος Γερασίμου :
Ο Τάκης Συρέλλης γεννήθηκε στην Καλλονή Λέσβου το 1953. Σπούδασε ηλεκτρολόγος, ταξίδεψε, ασχολήθηκε με τα ελληνικά γράμματα και την ποίηση. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν, αγαπήθηκαν.
Τον εντοπίσαμε στην όμορφη Μυτιλήνη, και μας πρόσφερε μια υπέροχη συνέντευξη, σε μια ευχάριστη και δροσερή συντροφιά. Απολαύστε τον!
Μερικά στοιχεία για τον Τάκη Συρέλλη - Βιογραφία
Ο Τάκης Συρέλλης γεννήθηκε στην Καλλονή Λέσβου το 1953. Στην δεκαετία του 60 μετακόμισε στον Πειραιά όπου και σπούδασε ηλεκτρολόγος στη σχολή «Αναξαγόρας». Ταξίδεψε ως ηλεκτρολόγος σε ποντοπόρα πλοία. Το 1977 δημιούργησε ένα από τα πρώτα μπαρ στην Ελλάδα στον Πειραιά με την επωνυμία «ΕΦΤΑΛΟΥ» ενώ το 1980 επέστρεψε στη Λέσβο δημιουργώντας το μπαρ «TAKE FIVE». Παράλληλα ασχολήθηκε με την έκδοση βιβλίων δημιουργώντας το τελευταίο κλασσικό τυπογραφείο και τον εκδοτικό οίκο «ΣΥΝΕΧΕΙΑ». Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1999 με την συλλογή «ΗΧΟΙ ΠΛΑΓΙΟΙ» από τις εκδόσεις Παρουσία, ενώ το 2003 επανεκδίδει το βιβλίο με έξι χαρακτικά του καθηγητή της Καλών Τεχνών και χαράκτη Γιάννη Γουρζή σε 100 αριθμημένα αντίτυπα. Το 2004 εκδίδει μια οκτασέλιδη συλλεκτική έκδοση μια δυο λιθογραφίες και ένα αυθεντικό σχέδιο του Μυτιληνιού γλύπτη και ζωγράφου Αριστείδη Πατσόγλου. Το 2005 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Γοργόνα της Πλώρης» στις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2008 από τις εκδόσεις Αιολίδα επανεκδίδονται σε τρίτη έκδοση οι «Ήχοι Πλάγιοι» μελοποιημένοι πλέον και κυκλοφορούν στη δισκογραφία από τα συγκροτήματα Mode Plagal και Βόσπορος.
Από το 2000 συνεργάζεται με τον συνθέτη Άκη Δαούτη γράφοντας τραγούδια για τον ελληνικό κινηματογράφο όπως «Από την άκρη της πόλης» και «Δεκαπενταύγουστος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, «Μάτια από νύχτα» του Περικλή Χούρσογλου, «Εν Λευκώ» του Θανάση Σαράντου. Στίχους του μελοποιούν ο Μιχάλης Τερζής, Φαίδων Λιονουδάκης, Δημήτρης Κοντογιάννης κ.α.
Το 2010 εκδίδει στις εκδόσεις Αιολίδα τη συλλογή με τίτλο «Το κοχύλι του κόσμου» και έχει υπό έκδοση συλλεκτική έκδοση 100 αντιτύπων με 16 ποιήματα και 8 ξυλογραφίες του γλύπτη και χαράκτη Χρίστου Γεωργίου ενώ βρίσκονται προς δισκογραφική έκδοση 20 μελοποιημένα ποιήματα του. Το καλοκαίρι του 2010 έγινε μια μεγάλη παρουσίαση της ποιητικής αυτής έκδοσης στο Αρχοντικό Γεωργιάδη με εκλεκτούς προσκεκλημένους (Ομιλητής: Δημήτρης Λαμπρέλλης - καθηγητής Φιλοσοφίας, Επιμέλεια ηχητικού υλικού: Άκης Δαούτης - συνθέτης, Απαγγελία: Βίκυ Τσιανίκα - θεατρολόγος, Βασίλης Σταυρακέλλης - συγγραφέας). Ζει και εργάζεται στη Λέσβο.
Συνέντευξη - Γνωριμία
Πείτε μας πως ξεκίνησε η σχέση σας με τη ποίηση και τη στιχουργική αλλά και πως αυτή πήρε αργότερα και επαγγελματική μορφή;
Άρχισα να γράφω περίπου στα 35 μου χρόνια, είμαι εξάλλου σχεδόν 60 τώρα (γέλια) και πιο πολύ έγραφα ποίηση παρά στίχο για τραγούδια. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 1999 με τίτλο «Ήχοι Πλάγιοι» και δεν ήταν το πρώτο που ηχογραφήθηκε καθώς προηγήθηκε με τον Μιχάλη τον Τερζή ένα τραγούδι με τον Κώστα τον Μάντζιο το «Έλα Μάρκο στην Πλατεία». Ένα τραγούδι για τον Μάρκο Βαμβακάρη που ξεκινάει από τις βόλτες μου στο Μοναστηράκι, τις καταβολές που είχα πάνω στο ρεμπέτικο, τις φιλικές σχέσεις με κάποιους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Θέλω να πω ότι η στιχουργική δεν είναι για μένα το παν όσο είναι η ποίηση μου. Η στιχουργική είναι ένα κομμάτι που εξυπηρετεί κάτι καθώς γίνεται για την ανάγκη του κινηματογράφου όπως έκανα το «Από την άκρη της πόλης», «Δεκαπενταύγουστος», «Μάτια από νύχτα» με συνθέτη τον Άκη Δαούτη ή το «Εν Λευκώ» του Θανάση Σαράντου και συνεχίζουμε τη συνεργασία μας σε ότι αφορά τον κινηματογράφο. Βέβαια αυτά περνάνε και στα βιβλία μου γιατί οι μεταγενέστερες εκδόσεις περιλαμβάνουν τα τραγούδια αυτά, είναι εκεί αυτά τα τραγούδια αλλά και άλλα που είναι ανέκδοτα μελοποιημένα τραγούδια. Απλά το ότι δεν έχουν βγει δεν σημαίνει ότι δεν θα βγούνε κάποια στιγμή :). Θέλω να πω ότι η ποίηση μου μελοποιείται. Και αυτό είναι ευχάριστο και για μένα και για αυτούς που μελοποιούν, όχι ότι με βοηθάει στη συνέχεια μου απλά και μόνο, αλλά πιο καλό δεν είναι τα λόγια των ποιητών να βγαίνουν στον κόσμο;
Τι σας οδηγεί ώστε να γράψετε μια στροφή, ένα στίχο; Τι μπορεί να σταθεί ως αφορμή; Η θάλασσα, οι άνθρωποι ας πούμε;
Α εδώ θα μιλήσουμε για πράγματα που ούτε εγώ τα ξέρω. Το τι είναι έμπνευση στον κάθε άνθρωπο είναι κάτι που δεν το προσδιορίζεις ο καθένας μπορεί να έχει μια έμπνευση μπορεί να δει ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα και αυτό να τον οδηγήσει κάπου αλλού. Μπορεί να είναι η θάλασσα, τα καράβια που φεύγουν. Η έμπνευση είναι το πρωταρχικό. Η την έχεις εκείνη τη στιγμή ή δεν την έχεις. Μετά είναι δουλειά. Αν δεν διαβάσεις δεν γράφεις. Μπορεί να ξεκινήσει από κάτι που διάβασες σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό και να αρχίσεις να ψάχνεις κάτι. Μπορεί να είναι ένα βιβλίο, να έχεις διαβάσει ποιήματα, μυθιστορήματα, ιστορία. Κυρίως ιστορία για μένα είναι κυρίαρχο στοιχείο... και όχι η ιστορία η δική σου μόνο εντός των τειχών αλλά σε παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και είναι πολύ καλό το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που γράφουνε και καλά κάνουμε -επιμένω σε αυτό- να συνεχίσουν να γράφουνε. Αλλά από ένα σημείο και μετά να διαβάσουνε πριν αρχίσουνε να γράφουνε. Γιατί μετά κάνουνε ρομάντζα. Που αυτά από ένα σημείο και μετά αφορούν μόνο τον εαυτό τους. Ακούω καμιά φορά από κόσμο που γνωρίζω που μου λένε "γράφω ποιήματα". Ωραία που είναι τα ποιήματα σου; Στο συρτάρι. Γιατί δεν τα φέρνεις να τα δω; Μα μου λένε είναι προσωπικά. Άμα είναι προσωπικά άστα στο συρτάρι σου μη τα βγάζεις έξω. Ο συγγραφέας και ο ποιητής είναι υποχρεωμένος από την ίδια του τη φύση και από αυτά που πράττει να κοινοποιεί το έργο του.
Αν και Μυτιληνιός εγκατασταθήκατε για αρκετά χρόνια στον Πειραιά όπου δραστηριοποιηθήκατε εκεί επαγγελματικά...
Ε νομίζω ότι είμαι γέννημα Μυτιληνιός και θρέμμα Πειραιώτης. Ότι χειρότερο μπορούσε να γίνει (γέλια). Εκεί έκανα διάφορα, ένα από τα πρώτα μπαρ στην Ελλάδα, μια μουσική σκηνή, ήταν η νεότητα τότε, η εποχή που διαφωνήσαμε με τα κόμματα κτλ. Ανήκω άλλωστε στην αριστερά αυτό είναι γνωστό με δράση, είναι γνωστή η σχέση μου με την αριστερά. Διαφώνησα το 77, ενταγμένος στον Ρήγα Φεραίο και το ΚΚΕ εσωτερικού μετά και άλλη διέξοδο δεν βρήκαμε παρά να δημιουργήσουμε ένα χώρο. Δικό μας. Κυρίως αυτόνομο... και δημιουργήσαμε τα πρώτα μπαρ. Αυτή ήταν η πρώτη αφορμή η αναγκαιότητα η δική μας πρώτα πρώτα. Να μαζέψουμε τα κομμάτια της γενιάς μας.
Οι εκδόσεις πως προέκυψαν;
Με τις εκδόσεις υπάρχει μια περίεργη κατάσταση. Πριν κάνω το μπαρ «ΕΦΤΑΛΟΥ» στον Πειραιά εγώ είχα σχέση με τα εκδοτικά. Ήταν ο οργασμός μετά τη μεταπολίτευση. Μην ξεχνάς ότι βγήκαμε από μια χούντα που πριν όμως από τη χούντα υπήρχε ένας εμφύλιος πόλεμος που τελείωσε το 1949. Εγώ είμαι γεννημένος το 1953. Είμαι δηλαδή το παιδί που δεν πρόλαβε τον εμφύλιο αλλά τα απόνερα του εμφυλίου τα βίωσα μέσα από την οικογένεια μου. Όλο αυτό που έγινε και με τις εκδόσεις ήταν αυτό που έλεγε η ψυχή μας. Δεν υπήρχαν άλλωστε και τα χρήματα τότε που βλέπουμε τώρα ή τουλάχιστον που είδαμε αργότερα π.χ. και με τα μαγαζιά που πήραν την ιδέα μας και την έχουν κάνει χώμα.
Βγαίνανε όμως και κείμενα απαγορευμένα από τη χούντα. Γνωρίζω στον Πειραιά τότε ένα φίλο και μετέπειτα συνέταιρο μου ο οποίος είναι ακόμα στο χώρο, ο καλύτερος επιμελητής βιβλίων στον εκδοτικό χώρο. Εκεί γνώρισα πάρα πολλά πράγματα π.χ. από τη στοιχειοθέτηση ενός βιβλίου μέχρι ότι θέλεις, μαγεύομαι από αυτό το πράγμα. Γνωρίστηκα τότε με τους πολύ μεγάλους συγγραφείς εκείνης της εποχής. Κάποια στιγμή λοιπόν που απέκτησα κάποια χρήματα που θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο το έκανα.
Το κομμάτι της στιχουργικής πως λειτουργεί σχετικά με την ποίηση; Πως είναι να γράφεις στίχους ώστε να συμπορευτούν και να ενσωματωθούν στις ανάγκες μιας ταινίας ας πούμε ή ακόμα και ενός δισκογραφήματος;
Εδώ έχουμε ένα άλλο πράγμα. Επειδή ένα φεγγάρι έπαιζα και μουσική, -σαξοφωνάκι- ε κάπως τον ήχο τον έχω. Και dj έπαιξα σε μαγαζιά και εδώ στην Μυτιλήνη άρα είχα μια σχέση με τον ήχο. Το σενάριο από τη μια μεριά -το κείμενο δηλαδή- και από την άλλη η μουσική αλλά και η συζήτηση που γινόταν τι κάνουμε πάνω σε αυτό το πράγμα μου βγάζει το στίχο μου. Είναι δύσκολο το είδος και δεν γράφουν πολλοί πάνω σε μουσική. Ε έχω την τύχη να μπορώ να γράφω πάνω σε μουσική.
Η πένα πως είναι δυνατόν να «επιβιώσει» και να περάσει κάποια μηνύματα μέσα στην πενία της εποχής; Δεν συγκρούονται αυτά τα δυο ή για να το πω καλύτερα η δεύτερη δεν «τρώει» την πρώτη;
Η πενία είναι δεδομένη. Τώρα είναι ακόμα χειρότερα. Δηλαδή δεν έχω δει κανέναν από αυτούς που περάσανε και προσπαθούσαν να ζήσουν να μην περνάνε δύσκολα. Από ποιόν να ξεκινήσουμε από τον Καβάφη ας πούμε και ο Ελύτης πέρασε δύσκολα παρόλο που προερχόταν από αστική οικογένεια. Λέει κάπου ο Ελύτης μέσα στο «Εκ του πλησίον» ότι οι λεγόμενοι "συγγενείς" -και τους αποδίδει τα εύσημα- είναι εκείνοι που πίνουν το λικέρ στη γιορτή σου και τον καφέ στη κηδεία σου. Εκεί με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, 100%. Μην περιμένεις από τους συγγενείς βέβαια.
Πένα και πενία. Για να πάμε εκεί... Η πένα είναι ξεχωριστό πράγμα. Όπως είναι για τον ζωγράφο, για τον εφευρέτη που αυτό που έχουν να βγάλουν θα το βγάλουν. Είναι πανανθρώπινο ένστικτο. Δεν είναι δικό σου πράγμα. Είναι κάτι που μας ανήκει και δεν μας ανήκει. Έρχεται η στιγμή που θα εμφανιστεί το χαρτί και θα γράψω αυτό που είναι να γράψω. Η πενία είναι επίσης ένα άλλο πράγμα πόσο μάλλον στη σημερινή εποχή που είναι ακόμα πιο έντονη.
Όσον αφορά τη διαδικασία του να κυκλοφορήσετε κάποιες συλλεκτικές εκδόσεις (και άκρως καλαίσθητες θα έλεγα), πως προέκυψε;
Έχοντας το τυπογραφείο «ΣΥΝΕΧΕΙΑ» και τις εκδόσεις είχα μια επαφή με τα εικαστικά διότι όλοι οι ζωγράφοι τυπώνανε σε μένα. Υπήρχε επαφή αυτή με τους ζωγράφους και με όλο αυτό τον κόσμο που ασχολείται με τα εικαστικά στην Ελλάδα, όλοι τους αξιόλογοι. Είναι φίλοι μου. Διαβάζοντας τα ποιήματα τα δικά μου ο Γιάννης ο Γουρτζής για παράδειγμα είπε να κάνουμε ένα βιβλίο τέχνης.
Αν τα θεωρείς σημαντικά τα ποιήματα μου του είπα βέβαια να το κάνουμε. Έτσι κάναμε τους «Ήχους πλάγιους» τη συλλεκτική έκδοση. Κάποια άλλα ποιήματα που κάνω τώρα που είναι με τον Χρήστο τον Γεωργίου -βρεθήκαμε εδώ στη Μυτιλήνη πριν από 2 καλοκαίρια- μου έκανε αυτά τα χαρακτικά που βλέπεις. Θέλω να πω ότι οι τέχνες αν δεν είναι αλληλένδετες, αν δεν μπλέκονται τότε υπάρχει κατά κάποιον τρόπο ανταγωνισμός. Ούτε η μουσική να καπελώνει το στίχο, ούτε το εικαστικό να καπελώνει το στίχο, ούτε ο στίχος να καπελώνει αυτά τα πράγματα. Εμένα άλλωστε η σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους είναι φιλική, αγαπητή και έχουμε μια πορεία ζωής. Και το συνεχίζουμε αυτό το πράγμα γιατί κοιτάει ο ένας να βοηθήσει τον άλλον και να βγάλουμε μαζί ένα συνολικό έργο. Αυτό είναι η ανθρώπινη φύση άλλωστε. Έτσι βγαίνει και μια συγγένεια. Εγώ νιώθω τον Άκη τον Δαούτη ή τον Γιάννη τον Γουρτζή πιο συγγενείς μου από άλλους. Και είμαστε σαν να μην έχουμε χαθεί ποτέ και ας έχουμε να βρεθούμε καιρό. Γιατί άμα έχουμε την αλήθεια η αλήθεια δεν χάνεται. Και εμείς έχουμε την αλήθεια μας.
Στα νέα παιδιά, στους σημερινούς νέους που έχουν βρεθεί στη μέση αυτού του δύσκολου πράγματος τι θα συμβουλεύατε;
Στα νέα παιδιά θα συμβούλευα πρώτον να διαβάζουνε όχι αυτά που τους δίνουνε αλλά έξω από αυτά. Γιατί υπάρχουν και βιβλία άλλα που θα τους δώσουν φως. Δεύτερον να αγαπήσουν την ποίηση γιατί είναι συμπυκνωμένος λόγος. Τρίτον να αγαπήσουν τη μουσική, τη καλή μουσική... και να αποκοπούνε πια από έναν ιστό οικογενειακό που η ιστορία τον έβγαλε λάθος. Να τραβήξουν το δικό τους δρόμο. Και μακριά βέβαια από ουσίες.
Τα τελευταία χρόνια ζείτε στη Σκάλα Καλλονής Λέσβου μέσα στη φύση και κοντά στη θάλασσα. Κάνετε και εσείς κατά κάποιο τρόπο αγροτική ζωή; Πολύς κόσμος επηρεασμένος από την οικονομική κρίση αξιοποιεί ότι μπορεί, κάποιοι νέοι γυρνάνε στα χωριά και ασχολούνται με τη βιολογική καλλιέργεια. Είναι ίσως μια λύση «εκ των έσω»...
Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά. Και εγώ έβαλα ένα μπαχτσέ στην αυλή μου. Έβαλα δυο χρονιές δεν ήμουν καλλιεργητής πήγε η μελίγκρα, πήγε η πεταλούδα, πήγε το ένα πήγε το άλλο και δεν έγιναν και πολλά πράγματα. Εκατό εκατομμύρια φορές να πάω να αγοράσω τις ντομάτες. Τη γη την έχω. Μπορώ να την καλλιεργήσω; Αφού δεν ξέρω. Δεν είναι εύκολο να καλλιεργήσει κανείς. Πόσοι νομίζεις ότι ξέρουν; Τι επειδή βάλαμε στον κήπο μας πέντε ρίζες και σκαλίσαμε νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε; Παρότι οι δικοί μου ήταν αγρότες και εγώ μέχρι τα 14 μου ήμουν στα χωράφια. Και όμως δεν μπορώ να καλλιεργήσω. Ότι κάνανε οι γονείς μου μια χαρά πάει. Την κληματαριά τους, τα σταφύλια τους. Εγώ τα έβαλα και τη μια χρονιά μου γίνανε την άλλη όχι. Δεν με συμφέρει. Είναι ασύμφορο. Θέλω να πω ωραία τα όνειρα αλλά... Οι νέοι να βάλουνε ντομάτες, πατάτες και να ασχοληθούνε με αυτό. Μακάρι να γίνει.
Τα επόμενα σχέδια του Τάκη Συρέλλη για το μέλλον;
Γράφω. Έχω ξεκινήσει και γράφω κάτι -το έχω μαζί μου να το δούμε κιόλας- είχα να γράψω πολύ καιρό, με τίτλο «Γράμματα σε φίλους». Αυτό θα είναι το βιβλίο. Έχει γραφτεί το πρώτο κομμάτι με τίτλο «Ο κήπος».
Οι ποιητικές συλλογές του Τάκη Συρέλλη
*Ευχαριστούμε τον Παναγιώτη Μολυβιάτη και το καφέ-ουζερί «Δίαυλος» (Μυτιλήνη, Λαδάδικα) για την υπέροχη φιλοξενία και το εξαιρετικό ούζο που μας πρόσφερε στα πλαίσια αυτής της συνέντευξης.