Από τα μέσα του 19ου αιώνα, αναμορφωτές με επικεφαλής τον Γουίλιαμ Μόρις (1834 - 1896) επιχειρούν να γεφυρώσουν τη θεωρία και την πρακτική εφαρμογή, την τέχνη και την τεχνική κατάρτιση, δίνοντας έμφαση στα υψηλής ποιότητας χειροτεχνικά έργα σε συνδυασμό με σχέδια κατάλληλα για το σκοπό τους.
Την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, οι προσπάθειες αυτές είχαν οδηγήσει στο Κίνημα Arts and Crafts. Το κίνημα δίνει έμφαση προς το καλό σχέδιο σε κάθε όψη της καθημερινής ζωής.
Το προοδευτικό Μπάουχαους απορρίπτει την έμφαση στα ατομικής εκτέλεσης πολυτελή αντικείμενα, συνειδητοποιώντας ότι η μηχανική παραγωγή πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση του σχεδίου. Staatliches Bauhaus στα γερμανικά σημαίνει «κρατικός οίκος δομικής». Αυτή είναι η πλήρης ονομασία της διάσημης σχολής σχεδίου που λειτούργησε στη Γερμανία από το 1919 ως το 1933. Έχοντας έδρα τη Βαϊμάρη ως το 1925, το Ντεσάου ως το 1932 και το Βερολίνο κατά τους τελευταίους μήνες ιδρύθηκε από τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους.

Ο Γκρόπιους συνδύασε δύο σχολές (τη Μεγάλη Δουκική Σαξονική Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών) σε μία, που ονόμασε Μπάουχαους, όνομα που προήλθε από την αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausban («οικοδόμηση). Εκπαιδεύοντας τους σπουδαστές εξίσου στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση επιδίωκε να θέσει τέρμα στο σχίσμα μεταξύ των δύο. Φιλοσοφία δε της σχολής ήταν η κατεύθυνση προς τη μαζική παραγωγή. Στη Σχολή δίδασκαν εξέχοντες καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, όπως ο Βασίλο Καντίνσκυ (τοιχογραφία), ο Πάουελ Κλέε (εργαστήριο υαλογραφίας και μάθημα ζωγραφικής), ο Σλέμερ (σκηνική τέχνη), ο Μπροϊερ (τυπογραφία και διαφήμιση), ο Μούχε (υφαντουργία), ο Γιαχάνες Ίτεν, ο Γιόζεμ Aλμπερ, ο Λάζλο Μόχολυ Νάγκυ και άλλοι.
Οι σπουδαστές του Μπάουχαους, προτού γίνουν δεκτοί στα εργαστήρια ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν μια εξάμηνη προκαταρτική σειρά μαθημάτων, όπως: ξυλουργικής, μεταλλοτεχνίας, τοιχογραφίας, γραφικών τεχνών, σκηνικής τέχνης κ.τ.λ. όπου συνήθως δίδασκαν δύο άτομα: ένας καλλιτέχνης και ένας τεχνίτης. Μετά από τριετή εργαστηριακή εκπαίδευση, ο σπουδαστής έπαιρνε δίπλωμα τεχνίτη που είχε τελειώσει την περίοδο μαθητείας του.
Το τμήμα Αρχιτεκτονικής («η μήτρα των τεχνών») ιδρύθηκε μόλις το 1927, με πρόεδρο τον Ελβετό αρχιτέκτονα Χάνες Μάγερ, ο οποίος ΄σαν χρόνο αργότερα γίνεται διευθυντής του Μπάουχαους ως το 1930 λόγω παραίτησης του Γκρόπιους. Ο Μας Βαν Νερ Ρόεν έγινε ο νέος διευθυντής μετά τον Μάγερ ωσότου το ναζιστικό καθεστώς ανάγκασε τη σχολή να κλείσει το 1933.
Κατά τη μικρή διάρκεια της ύπαρξης της Σχολής, υπήρξε το κέντρο μιας «Επανάστασης» που έγινε πάνω στη διδασκαλία των Καλών Τεχνών και του Βιομηχανικού Σχεδιασμού, αυτού που σήμερα ονομάζουμε Design. Σήμερα, κάθε μαθητής που διδάσκεται το Βιομηχανικό Design ή παρακολουθεί μία Σχολή Καλών Τεχνών, προσαρμόζεται με τις γενικές αρχές της διδασκαλίας του BAUHAUS. Κάθε καταναλωτής που κάθεται πάνω σε μία πολυθρόνα φτιαγμένη από χαλύβδινο σωλήνα ή χρησιμοποιεί μια ρυθμιζόμενη λάμπα παίρνει μια γεύση από την εμπειρία του Υψηλού Σχεδιασμού του BAUHAUS.
Είναι υπερβολικά εύκολο να αναφερθεί κανείς σήμερα με σημειώσεις στις διδακτικές μεθόδους του BAUHAUS και να δοκιμάσει να προσδιορίσει μέσα απ'αυτές τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας του. Πράγματι, είναι γνωστό ότι ένας κάποιος χειρωνακτικός χαρακτήρας της διδασκαλίας επικρατούσε στις κατ' εξοχήν επιστημονικές μεθόδους, οι οποίες στη συνέχεια έμελλαν να υιοθετήσουν αλλά δε θα πρέπει στη συνέχεια να ξεχνάμε την εποχή κατά την οποία η Σχολή κατόρθωσε να σχηματιστεί, καθώς και την προέλευσή της από εκείνη τη θεώρηση του βιομηχανικού αντικειμένου και της αρχιτεκτονικής που ήταν ακόμη "αισθητικίζουσα". Παραμένει πάντως το γεγονός ότι χωρίς το BAUHAUS, δύσκολα θα είχε αναπτυχθεί έτσι γρήγορα μια ξεκάθαρη επίγνωση των καινούργιων αναγκαίων προϋποθέσεων για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και σχεδιαστική εξέλιξη.
Ο Γερμανός αρχιτέκτονας και δάσκαλος της αρχιτεκτονικής Γκρόπιους γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1883 και πέθανε στη Βοστώνη το 1969. Ανάμεσα στα έργα του, πολλά από τα οποία εκτέλεσε σε συνεργασία με άλλους αρχιτέκτονες, συμπεριλαμβάνονται τα διδακτικά και τα κτήρια κατοικίας των σχολών του Μπάουχαους (1925 - 1926), κτήρια του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα.
Ο Γκρόπιους ομολογούσε ότι η εργασία του με τον Μπέρενς και τα προβλήματα σχεδιασμού που ανέλαβε για μια γερμανική ηλεκτρική εταιρεία συνετέλεσαν σημαντικά στην αποφασιστική στροφή του προς την προοδευτική αρχιτεκτονική - που χαρακτήριζε όλη τη μετέπειτα σταδιοδρομία του- και τον αλληλοσυσχετισμό των τεχνών. Ήταν υπέρ της προκατασκευής οικοδομικών τμημάτων και της συναρμολόγησης επί τόπου. Οσοδήποτε όμως κι αν δεχόταν ως αναπόφευκτη τη μηχανοποίηση, παρ''όλους τους περιορισμούς που αυτή επέβαλλε, θεωρούσε ότι μόνον ο καλλιτεχνικά μορφωμένος σχεδιαστής θα μπορούσε «να δώσει πνοή ζωής στο άψυχο προϊόν της μηχανής».

κτίριο της Σχολής (1925)
Πριν ακόμη λήξει ο πόλεμος, η πόλη της Βαϊμάρης συμβουλεύθηκε τον Γκρόπιους για τις ιδέες του σχετικά με την καλλιτεχνική εκπαίδευση. Βασικό δόγμα της διδασκαλίας στο BAUHAUS ήταν ότι ο αρχιτέκτονας και ο σχεδιαστής έπρεπε απαραιτήτως να εκπαιδευθούν στις πρακτικές (εφαρμοσμένες τέχνες ), για να ενημερωθούν πάνω στα υλικά και στις κατασκευαστικές μεθόδους. Το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στη χειροτεχνία όπως στην κεραμική, την υφαντουργία και την υαλογραφία. Ο Γκρόπιους έβλεπε την αρχιτεκτονική και το σχέδιο σε μια συνεχή αλλαγή, σε σχέση πάντοτε με τον σύγχρονο κόσμο. Μιλούσε για το καθήκον του αρχιτέκτονα να περικλείει στο έργο του το συνολικό απτικό περιβάλλον. Έδινε έμφαση στο στεγαστικό πρόβλημα και στον πολεοδομικό σχεδιασμό, στη χρησιμότητα της κοινωνιολογίας και στην ανάγκη χρησιμοποίησης ομάδων ειδικευμένων προσώπων.
Οι περισσότερες αξιολογήσεις της σταδιοδρομίας του Γκρόπιους έχουν ως επίκεντρο τα επιτεύγματα του ως δασκάλου και συγγραφέα μάλλον παρά ως αρχιτέκτονα. Έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στην αναμόρφωση της τέχνης και στην εφαρμογή των αρχών του με ζήλο του οραματιστή και με πρακτικές φιλοδοξίες, μπορεί να λεχθεί ότι ο Γκρόπιους πέτυχε πλήρως τους σκοπούς του. Η συνήθειά του να φοράει έναν μπερέ με το επαγγελματικό κοστούμι του συμβόλιζε ίσως τους δύο κόσμους που έλπιζε να γεφυρώσει : «το χάσμα ανάμεσα στην αυστηρή νοοτροπία του επιχειρηματία και τεχνολόγου και στη φαντασία του δημιουργικού καλλιτέχνη».
Ο όρισε ως Δασκάλους πολλούς μη συμβατικούς και λαμπρούς Καλλιτέχνες, καθώς και Σχεδιαστές -όπως τον Johannes Itten, τον Paul Klee και τον Wassily Kandinsky. Ο Itten ήταν ένας από τους πρώτους Δασκάλους των Μορφών, μία χαρισματική προσωπικότητα, που άσκησε έντονη επιρροή στον τρόπο διδασκαλίας στο Bauhaus από το 1919 έως 1923. Εφήρμοσε την εξαμηνιαία προκαταρκτική σειρά μαθημάτων, όπου κάθε μαθητής έπρεπε πρώτα να παρακολουθήσει, πειραματιζόμενος με τα χρώματα, τα σχήματα, τις φόρμες και την κατασκευή τους, με μία ποικιλία μέσων, πριν μεταβεί στα συγκεκριμένα Εργαστήρια.
O Zωγράφος Paul Klee ασχολήθηκε με διάφορα Εργαστήρια, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Βιβλιοδεσίας, του χρωματιστού γυαλιού και επεξεργασίας χαλιών και ταπετσαριών, αλλά η μεγαλύτερη συνεισφορά του ήταν στην εξέλιξη της εκπαίδευσης του βασικού σχεδιασμού. Ο Klee πίστευε ότι οι μαθητές μπορούσαν να μάθουν τις απαραίτητες θεωρητικές αρχές του σχεδιασμού μέσα από το σχέδιο και τη ζωγραφική. Μείωσε τη διαφορά μεταξύ της κατασκευής ενός κτιρίου και ζωγραφικής, εξηγώντας ότι ένας πίνακας, όπως και ένα κτίριο, φτιάχνεται κομμάτι κομμάτι και ένα Ζωγράφος, όπως και ο Αρχιτέκτονας πρέπει να βεβαιωθεί για τη σταθερότητα και ισορροπία του έργου του.
Ο Wassily Kandinsky ήταν ένας από τους πιο Διακεκριμένους Ζωγράφους αφηρημένης τέχνης, όταν μπήκε στην Ομάδα του Bauhaus. H προσέγγιση του ήταν τελείως διαφορετική από αυτή του Klee. Oταν ανέλαβε σαν Δάσκαλος των Μορφών στα Εργαστήρια των Τοιχογραφιών έφτιαξε ένα μάθημα το οποίο πρωταρχικά αφορούσε την "εξερεύνηση" των χρωμάτων. Παρόλη την μεγάλη φήμη του Bauhaus, και ως προς το Καθηγητικό σώμα και τους Μαθητές, η επιτυχία του περιορίστηκε. Στα 14 χρόνια λειτουργίας του είχε μόνο 1250 Μαθητές και 35 Καθηγητές.
Η δουλειά του Τυπογραφικού Τμήματος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση των Γραφικών Τεχνών, διαμέσου του Σχεδιασμού των βιβλίων και των φυλλαδίων, που εκδίδονταν με το όνομα της Σχολής. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς προερχόταν από τους μαθητές, αλλά στους έξω από το Bauhaus, φαινόταν ότι προερχόταν από τους Καθηγητές, αν και, ο Breuer και ο Mies van der Rohe ανέπτυξαν "επαναστατικά" σχέδια για σωληνωτά ατσάλινα καθίσματα ενώ βρίσκονταν ακόμη στη Σχολή.
Τα νέα σχέδια επίπλων με την είσοδο της νέας αισθητικής που έφερνε η μηχανή, ήταν η αιτία να αναπτυχθεί μία νέα θεωρία στο Βauhaus που διατυπώθηκε το 1923: «Τέχνη και Τεχνολογία: Μία Νέα Ενότητα». Αυτό το γεγονός, επηρεάστηκε και από τον Theo van Doesburg, τον ηγέτη του κινήματος De Stijl, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για τον βιομηχανικό προσανατολισμό προς το Design.
Το Bauhaus κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να επιβάλλει κάποια στάνταρντς στη βιομηχανία, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες της παραγωγής. To 1926 το Bauhaus μετακόμισε σε ένα νέο κτίριο στο Dessau, ενώ τον ίδιο χρόνο φτιάχτηκε ένα βιβλίο, όπου συμπεριλάμβανε όλες τις αρχές και τους σκοπούς του Bauhaus, με τον τίτλο: Aρχές της Παραγωγής του Bauhaus: «Τα Εργαστήρια του Bauhaus είναι ειδικά φτιαγμένα εργαστήρια μέσα στα οποία πρωτότυπα προϊόντων είναι κατάλληλα για μαζική παραγωγή καθώς και τυπικά δείγματα της εποχής μας, τα οποία επιμελώς και συνεχώς βελτιώνονται.»
κτίριο της Σχολής (1993)
Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του Bauhaus, η φιλοσοφία και μεθοδολογία της διδασκαλίας του δεχόταν συνεχώς ερεθίσματα απέξω και μέσα από τη Σχολή. Το αντιδραστικό κόμμα των Ναζί επιτακτικά έκλεισε τη Σχολή - όπως ακριβώς κατέστρεψε και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Mε τον ερχομό του Εθνικοσοσιαλισμού πολλοί από τους Καθηγητές και τους Μαθητές αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Γερμανία.
Η τύχη όμως τους ευνόησε και έτσι η βεβιασμένη εξορία στις ΗΠΑ βοήθησε τον, τον Mies van der Rohe και τον Laszlo Moholy Nagy να προωθήσουν τις ιδέες τους σε διεθνές επίπεδο.
Γύρω στην ίδια εποχή και στην Ολλανδία επίσης, αναπτύσσονταν σημαντικές έρευνες στον τομές του βιομηχανικού σχεδιασμού. Μερικά τυπικά έπιπλα, όπως εκείνου του Rietveld, που έστω και εν μέρει χειρωνακτικού χαρακτήρα, είναι ενδιαφέροντα γιατί δείχνουν την ολοκληρωτική εγκατάλειψη εκείνων των διακοσμητικών στοιχείων που προκαλούσαν ευχαρίστηση και τα οποία ήταν ακόμη παρόντα σε πολλά αντικείμενα, έπιπλα, εργαλεία.. Ο ερχομός του ναζισμού ήταν ακριβώς το «χαίρε» προς την τεράστια απήχηση που κατέληξε να βρει στην υπερατλαντική ήπειρο. Με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, μπορούμε να πούμε ότι τελείωσε η εποχή που εξουσιαζόταν από το Bauhaus.To αμερικάνικο styling και το ιταλικό σχέδιο αρχίζουν να παίρνουν τη θέση του.