Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα από τότε που ο Φρόιντ επιχείρησε για πρώτη φορά να κατανοήσει τα όνειρά του, πολλά έχουν αλλάξει στον κόσμο τόσο των νευροεπιστημών όσο και της ψυχανάλυσης.
Ο Γιούνγκ συνεργαζόταν στενά στην αρχή με το Φρόιντ και συμμεριζόταν πολλές από τις θεωρίες του. Ωστόσο παρ' όλο που ο Ελβετός ψυχίατρος αποδεχόταν το υποσυνείδητο πίστευε πως υπάρχει και το συλλογικό ασυνείδητο - μία περιοχή της διάνοιας που περιελάμβανε εμπειρίες κοινές από όλους μας. Έτσι εξηγούσε το φαινόμενο ότι οι άνθρωποι από τις 4 γωνιές της γης βλέπουν όνειρα με συγκεκριμένο συμβολισμό που έχει σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο νόημα. Ο Γιουνγκ αποκαλούσε PERSONA (επίπλαστη πραγματικότητα) το σύστημα πολύπλοκων σχέσεων της ατομικής συνείδησης και της κοινωνίας. Πρόκειται για ένα είδος μάσκας που χρησιμοποιείται και για τον εντυπωσιασμό των άλλων και για την απόκρυψη της αληθινής μας φύσης. Όσοι νοιαζόμαστε για τη γνώμη των άλλων βλέπουμε στα όνειρα μας το κρυμμένο μας εαυτό. Ο Γιούνγκ αποκαλούσε Σκιά τη σκοτεινή αυτή πλευρά του εαυτού μας. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος που ακολουθούσαν οι οπαδοί του αλλά και ο ίδιος για την ερμηνεία των ονείρων ήταν η εξής: Ζητούσαν από τον ασθενή να περιγράψει το όνειρό του με λεπτομέρειες χωρίς όμως να το κρίνει, αψηφώντας το προσωπικό λογοκριτή του.
Μια σημαντική τομή στην ψυχαναλυτική κατανόηση των ονείρων αποτελεί η εισαγωγή από τον Lewin (1955) της έννειας της οθόνης του ονείρου. Ο Lewin έθεσε το εξής ερώτημα : «Τί πράγμα είναι αυτή η ‘οθόνη’ πάνω στην οποία προβάλλεται το όνειρο»; Υποστιρίζει επίσης ότι η οθόνη αυτή ήταν το μητρικό στήθος, επίπεδο και αόρατο, εκτός από την περίπτωση των «λευκών ονείρων». Η ιδέα για την ύπαρξη μιας οθόνης ονείρου δημιουργεί ένα πλαίσιο για το όνειρο: ο δημιουργός του ονείρου και η σχέση του με τον αναλυτή μας ενδιαφέρει τόσο όσο και το όνειρο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρατηρήθηκε μια βαθμιαία μετατόπιση του ενδιαφέροντος και απομάκρυνση από τις απόψεις που ο Φρόιντ υποστήριζε με θέρμη. Η άποψη που τείνει να επικρατήσει τονίζει ιδιαίτερα το νόημα που έχουν τα όνειρα, τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ έκδηλου και λανθάνοντος περιεχομένου και τη θέση του ονείρου ως μέρους της συνολικής αναλυτικής σχέσης. Εδώ έχουμε την ανακάλυψη από τους Aserinsky & Kleitman (1953) του φαινομένου της Ταχείας Κίνησης των Οφθαλμών (REM), που συνδέεται με την παρουσία του ονείρου και έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο χώρο της έρευνας για τον ύπνο. Όμως το επικρατέστερο μοντέλο της νευροφυσιολογίας, στην έρευνα τον ονείρων, είναι η θεωρία της ενεργοποίησης- σύνθεσης του Hobson(1988). Κατά το μοντέλο αυτό, το νόημα προστίθεται σε μια δυνητικά ασυνάρτητη σειρά απεικονίσεων. Ο ονειρευόμενος εγκέφαλος αγωνίζεται να προσδώσει νόημα σε μια σειρά από χαοτικές απεικονίσεις. Η θεωρία αυτή συνδέεται με τις σύγχρονες ψυχαναλυτικές απόψεις επειδή, σύμφωνα με αυτήν, η ερμηνεία ενός ονείρου πιθανόν αντανακλά ό,τι επιθυμεί ο δημιουργός του και απασχολεί όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον αναλυτή: το ίδιο το όνειρο γίνεται ένα είδος λευκής οθόνης πάνω στην οποία η κάθε ψυχαναλυτική σχολή προβάλλει τη δική της εκδοχή για την ψυχανάλυση.