αγγελοκρούζομαι: τρομάζω
αγιούτο: βοήθεια
αγριολάχανα: άγρια χόρτα
αλαμπρατσάντε: πιασμένοι απο τα μπράτσα ("αγγαζέ")
αλιμάνκου: τουλάχιστον, αν όχι άλλο
αμπαντονάδος: αφημένος, ξεχασμένος, εγκαταλελειμμένος
αμπονόρα: νωρίς (αλλιώς και μπονόρα)
αμπώνω: σπρώχνω
αμπωσιά: σπρωξιά
αναπαψώλια: μηχανισμός/συσκευή για να συκώνει τα πόδια της γυναίκας για το σεξ (αλλιώς Αναπαούλια και Αναπαψέλια)
αναρίτσια: ανατριχίλα (αναριτσιαίνω)
απίκουπα: ανάποδα
απολιώρα: τώρα προ λίγου (αλλιώς και αμπονώρα)
αποσίμπελο: αδύνατο, κυρίως με τιν έννοια θα κάνω τα αδύνατα δυνατά
αριβάρω: φτάνω (μερικές φορές και αρεβάρω)
ασκώνω: σηκώνω
σιμά=κοντά εδώ
σίκλο=κουβάς
συκαμνιά=συκιά
σκαμνάκι=χειροποίητο καρεκλάκι
κρεβατίνα=η κατασκευή ανάπτυξης του αμπελιού
μπομπότα=κρέμα από αλεύρι καλαμποκιού (ή και το καλαμποκόψωμο έτσι)
πορτόνι=η πόρτα της αυλής
πιτσούνι=το μικρο περιστέρι
άγιος κωσταντίνος(επαρχία Φαρσάλων, χωρίο της γιαγίας μου)
γουρμπάν οσούν, τζιέριμ=δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνουν κάτι σε ψυχή μου-καρδία μου κτλπ
εσέκ=πάλι μουλάρι