Έπεσε θύμα επίθεσης. Τη λήστεψαν, τη χτύπησαν στο κεφάλι και βρέθηκε αιμόφερτη σΆ ένα καπό αυτοκινήτου. Κάποιοι έσπειραν μέσα της τον τρόμο. Τι θα θερίσουμε λοιπόν μετά; Το αυτονόητο, το λογικό. Τώρα μου είπε η μητέρα της δε βγαίνει από το σπίτι μοναχή της, δικαιολογημένα, με το δίκιο της και νιώθει ασφαλής. Μα είπε κανείς πως έχει άδικο; Μένοντας μέσα αρκείται στο τίποτα και είναι τόσο μαγικό αυτό το τίποτα που της αρέσει πολύ. Ο φόβος την έχει κάνει νΆ αρέσκεται στο τίποτα για νΆ αποφύγει τα χειρότερα. Βέβαια υπάρχει και η πιθανότητα να την επισκεφτούν σπίτι της εκτός από τους φόβους της και οι κακοποιοί, οι ίδιοι ή άλλοι ή να συμβεί οτιδήποτε. Ποιος μπορεί να τΆ αποκλείσει; Μήπως από την άλλη μεριά η συνοδεία της μητέρας στο δρόμο εγγυάται τίποτα; Δε μπορούν να ληστέψουν και τη μάνα και την κόρη; Ποιος μπορεί να πει ποτέ;
Τα πάντα δύναται να συμβούν. Εδώ γίνονται αποδράσεις από φυλακές υψίστης υποτίθεται ασφαλείας, εδώ ανοίγουν πλουσιόσπιτα. Το σπίτι της είναι δα πιο ασφαλές; Μόνο την ψυχή σου μπορείς να ασφαλίσεις επαρκώς. Κι όχι με ασφαλιστήριο συμβόλαιο αλλά με μια συμφωνία με το μέσα σου. Αυτή την ψυχή έχουμε, αυτή μόνο είναι σίγουρη. Κανένας κλέφτης δεν μπορεί να μας την πάρει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να την ελέγχει, καμία χούντα, κανένας δικτάτορας. Όσο ζούμε είναι δικιά μας, μόνο δικιά μας, αυτή και τα συναισθήματα μας. Κανείς δεν κατάφερε να ελέγξει τα συναισθήματα ενός λαού. Μπορεί να του πήραν το έδαφος του, τον πλούτο του, να του στέρησαν τα πάντα, να τον οδήγησαν μπροστά σΆ ένα μαρτύριο. Αυτός όμως ήταν εκεί, το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα τραύματα, η φωνή δεν έβγαινε, όλο το σώμα είχε σημάδια από κακουχίες όμως η ψυχή ήταν εκεί, ανέγγιχτη, παλικάρι σωστό. Μέχρι και πριν την τελευταία ανάσα, ένιωθε, αισθανόταν, μπορεί και να μισούσε, πίστευε στο δικό της το Θεό, υπήρχε και δεν την είχε πειράξει κανείς ούτε στο παραμικρό της δαχτυλάκι.
Η φίλη μας όμως δε σκαμπάζει απΆ όλα αυτά. Χαμπάρι δεν παίρνει. Ο φόβος μου μου λέει είναι δικαιολογημένος. Αλήθεια πόσοι αδικαιολόγητοι φόβοι υπάρχουν; Κανείς. Όσους ανθρώπους και να ρωτήσεις θα σου πουν τη δική τους δικαιολογία, τη δική τους εκδοχή. Κι όλοι δίκιο θαΆ χουν. Οι δημοσιογράφοι πάντα αναφέρουν ένα συμβάν και μετά λένε ο κόσμος φοβάται και είναι λογικό. Ο κόσμος φοβάται τους κλέφτες και είναι λογικό. Ο κόσμος φοβάται τους λόγους και είναι λογικό. Φοβάται τους κακοποιούς και είναι λογικό. Φοβάται τους δολοφόνους και είναι λογικό. Φοβάται τις αρρώστιες και είναι λογικό. Ποιο είναι λογικό; Ο φόβος που στέκεται τέλμα σε κάθε εξέλιξη, ο φόβος που μας δυναστεύει; Μήπως τους συμφέρει να είναι λογικό, αναμενόμενο, οφθαλμοφανές, αναντίρρητη συνέπεια της κάθε λέξης που ξεστομίζουν; Ποιο είναι το παράλογο λοιπόν; Πρέπει δηλαδή να κάτσουμε σπίτι και να περιμένουμε τον κλέφτη όλη νύχτα; Αντί να διαβάσουμε ένα βιβλίο, αντί να φτιάξουμε ένα φαγητό ωραιότατο, αντί να απολαύσουμε ένα ποτό με παρεούλα καλά θα κάτσουμε και θα τον περιμένουμε; Πώς μπορείς να περιμένεις κάποιον που μπορεί να μην έρθει και ποτέ; Γιατί όλοι αυτοί που λένε ότι τάδε αδίστακτος κακοποιός δραπέτευσε και κινδυνεύουμε δεν αναφέρονται ποτέ στη ζωή του; Πόσες ανόητες προσωπικές συνεντεύξεις πολιτικών, δημοσιογράφων και τραγουδιστών με το ζόρι, με το στανιό βλέπετε καθημερινά; Δεν περισσεύει μισή ώρα να μας πει ένας κακοποιός, που κάνει δηλαδή το κακό (ενώ όλοι οι άλλοι κάνουν το καλό) τι τον οδήγησε εκεί; Μήπως έχουν ευθυνοφοβία τα όργανα της ευνομούμενης πολιτείας; Εμένα με ενοχλούν πιο πολύ εκείνοι που δεν μπαίνουν στο σπίτι μου, δεν μπαίνουν φυλακή, δεν τους λένε κακοποιούς όμως με κλέβουν καθημερινά, τους τρώω στη μάπα καθημερινά και πρέπει να κάνω και τα στραβά μάτια και να μην ουρλιάζω.
Πόσες φορές προσπαθήσατε να πατήσετε ένα μυρμήγκι; Τα καταφέρατε εύκολα ή μήπως όχι; Μήπως αυτό συνέχιζε να κινείται; Μήπως δεν το προλαβαίνατε καν; Έτρεχε να γλιτώσει, πολεμούσε, πάλευε σαν τρελό για τη ζωή του μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν ένιωθε ίχνος κούρασης, ίχνος βαρεμάρας, ουδέν ίχνος. Κι όταν πάλι το κόψατε στα δύο; Συνέχιζε, συνέχιζε με το μισό σώμα του. Εσείς ακόμα στέκεστε ακίνητοι; Ο μέρμηγκας ακόμα σαλεύει, έστω και μισός μαζεύει φαΐ για το χειμώνα, έστω κι αν δεν προλάβει να το καταναλώσει. Ακόμα σαλεύει και άφοβα ελπίζει να ζήσει. Να ζήσει, να πάει στη φωλιά του, να μαζέψει τα ψίχουλά σας.
Κάθομαι στο μπαλκόνι, βλέπω ότι μέρμηγκας σαλεύει ακόμα και τώρα. Νιώθω μεγάλη ντροπή για τον σκυμμένο μου εαυτό και τη σκυφτή κοινωνία. Ποιος φταίει που γίνηκε σκυφτή και ποιος θα φταίει αν σηκώσει κεφάλι; Μήπως η δύναμη που υπάρχει μέσα μας και μέσα της και μοιάζει με βοριά που αν φυσήξει θα τα πάρει όλα σβάρνα; Θα γίνει καράβι θα σηκώσει πανιά και θα πάει γιΆ άλλα;
Κάθεστε ακόμα στον καναπέ; Μήπως και ο δικός σας είναι άβολος, μήπως από την πολλή χρήση βουλιάζει; Σηκωθείτε λοιπόν. Ίσως και ο καναπές να μη βουλιάζει τυχαία. Ίσως νΆ αποτελεί κομμάτι του όλου συστήματος. Γιατί όμως είμαστε τόσο κουρασμένοι; Ανοίξτε την πόρτα ασφαλείας σας και βγείτε έξω. Οι άνθρωποι πρέπει νΆ αναπνέουν. Αναπνεύστε ελεύθερα. Δείτε το μέρμηγκα που ακόμα σαλεύει. Αν αντέχει αυτός εμείς δεν μπορούμε;
_______
Επιμέλεια συνοδευτικού οπτικού υλικού από ομάδα σύνταξης My.Aegean.gr: (dimitri_c), (cempey)