Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια κριτική - απάντηση στο άρθρο με τίτλο «Χαμηλή αυτοεκτίμηση στον εργασιακό χώρο». Σε εποχές κρίσης και κοινωνικών εντάσεων είναι πολύ εύκολο η Ψυχολογία και οι προσεγγίσεις της να υπηρετήσουν άλλοτε ακουσίως άλλοτε όχι την «κυρίαρχη» άποψη. Με το παρακάτω σύντομο κείμενο θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως η εξατομικευμένη ανάλυση κοινωνικών καταστάσεων και η διαδικασία της ψυχολογιοποίησης μπορούν να υπηρετήσουν τέτοιους σκοπούς. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία «κοινωνικά» παραγόμενων συμπεριφορών μπορεί να συσκοτίσει την επίσης κοινωνική τους σκοπιμότητα.
Είναι σίγουρο ότι οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες έχουν μια ιδιαίτερη «πέραση» στον ακαδημαϊκό χώρο και ας έχουν πολλές φορές κατακριθεί ως ψευδοεπιστημονικές. Ωστόσο στο παρόν κείμενο δεν θα μας απασχολήσει το πόσο ευσταθείς είναι τέτοιες ερμηνείες (παιδικά βιώματα και εμπειρίες δημιουργούν νοσηρές προσωπικότητες που διαταράσσουν το καλό κλίμα στον εργασιακό χώρο - και γιατί όχι ένα αγχώδες και νοσηρό εργασιακό κλίμα να μην μπορεί να αλλάξει τον εργαζόμενο; Να μην μειώνει την αυτοεκτίμησή του; Ειδικά στις σημερινές εργασιακές συνθήκες;) όσο το ποιες είναι οι προεκτάσεις τους και ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν σε ένα κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον σαν το σημερινό. Αλλά και τα ερωτήματα που αφήνουν αναπάντητα.
Ο Habermas ισχυρίζεται ότι κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης εμπεριέχει μια μορφή εξουσίας και αυταρχισμού. Στο συγκεκριμένο άρθρο που σφύζει ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων και εύκολης απόδοσης «εσωτερικών» κινήτρων στις συμπεριφορές (και μάλιστα στο σύνθετο σε αλληλεπιδράσεις χώρο της εργασίας) τα «εργαλεία» που υπηρετούν την politically correct άποψη είναι η εξατομίκευση στην ανάλυση του συλλογικού (ίδιον του ψυχολογίζοντα όχι όμως και του κοινωνιολογίζοντα λόγου) και η ψυχολογιοποίηση των αιτιών που θεωρούνται ως υπεύθυνες για την εκδήλωση των συμπεριφορών που περιγράφονται.
Οι παραπάνω έννοιες είναι γνωστές στις κοινωνικές επιστήμες και έχουν ερευνηθεί κατά κόρον. Ας δούμε πως λειτουργούν στο παρόν κείμενο. Η εξατομικευμένη ανάλυση αφορά στην αντιμετώπιση του ατόμου που χαρακτηρίζεται ως «χαμηλής αυτοεκτίμησης» (είναι μερικές φορές αξιοθαύμαστος ο τρόπος που η «επιστημονική» γλώσσα δημιουργεί εκλεπτυσμένους όρους κοινωνικού ή εργασιακού εν προκειμένης στιγματισμού). Τίθεται λοιπόν στο κέντρο της προσοχής αλλά έξω από τις συνθήκες στις οποίες ζει τουλάχιστο από τον εργασιακό χώρο που εδώ αντιμετωπίζεται σαν αποστειρωμένος, αν όχι ανύπαρκτος. Οι όποιες σχέσεις του με τους άλλους είναι σχέσεις ενός ατόμου που δεν απαντά σε αδικίες, επιθέσεις ή σε όποιες άλλες προκλήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος αλλά ενός ανθρώπου που έχει κατά κύριο λόγο ένα χαρακτηριστικό, μια εκ προοιμίου ταμπέλα: είναι «χαμηλής αυτοεκτίμησης». Οι υπόλοιπες αναγωγές είναι εύκολο να γίνουν. Εδώ διακρίνεται η λειτουργία της ψυχολογιοποίησης. Όσα χρήματα και αν πληρώνεται, όση αυταρχικότητα και αν αντιμετωπίζει, όσο δύσκολη και απαιτητική και αν είναι η ζωή του, όσα χρέη και αν έχει, όσο απαξιωτική και αν είναι η εργασία του αναγκαία όμως για την επιβίωσή του, με λίγα λόγια όσο στρεβλό και σχιζοφρενικό (αλληλοαναιρούμενες εντολές) κι αν είναι το περιβάλλον του δεν έχει καμία σημασία. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει (μπορεί και για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του) δεν έχουν καμία επίπτωση στην διαμόρφωση της «εργασιακής» προσωπικότητάς του, αυτό που εκκινεί της αντιδράσεις του είναι η «χαμηλή αυτοεκτίμηση». Και λέμε εργασιακής προσωπικότητας δεχόμενοι εμείς τουλάχιστο ότι κανείς δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Όλοι υποδυόμαστε ρόλους σε καθημερινή βάση. Αυτό σημαίνει ότι και η εικόνα χαμηλής αυτοεκτίμησης στην εργασία μπορεί να είναι κάλλιστα ένας ρόλος που ο «εργαζόμενος» υποδύεται και καμία σχέση δεν έχει με την ιδιοσυγκρασία του.
Παραθέτω αυτουσίως: «Οι ενδείξεις του νοσηρού αυτοσυναισθήματος(;) συνοψίζονται στην έλλειψη εμπιστοσύνης, στην καχυποψία, στη διαρκή επαγρύπνηση, στις επιδερμικές φιλίες και λυκοφιλίες, στην τελειοθηρία, στην αναβλητικότητα, στην εκμετάλλευση στην αντιπαραγωγικότητα, στον ανούσιο ανταγωνισμό, στην συκοφαντία, στην καπηλεία των κεκτημένων ή τον προσετερισμό του έργου των άλλων». Ας αναρωτηθούμε: μήπως αυτές οι συμπεριφορές είναι οι «φυσιολογικές», οι πιο συνηθισμένες στους χώρους εργασίας και τότε τα «συμπτώματα» είναι για παράδειγμα η εμπιστοσύνη, το βαθύ αίσθημα φιλίας ή η συνεργασία; Αν είναι έτσι τότε η χαμηλή αυτοεκτίμηση καθίσταται ένα φυσιολογικό συναίσθημα και δεν θα ‘πρεπε να μας απασχολεί!
Και για να εξηγούμαστε, σαφώς και υπάρχουν άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν έχουμε καμία πρόθεση να μην δεχτούμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο αυτή η έννοια είναι μια εννοιολογική κατασκευή που σκοπό έχει να βοηθήσει ένα εξειδικευμένο κοινό να ορίσει πράγματα ακαθόριστα στην πράξη. Ακόμη και μεταξύ των επιστημόνων του χώρου είναι δύσκολο να συμφωνηθεί τι είναι πόσο μάλλον να συνδεθεί τόσο ανεπιτήδευτα με συμπεριφορές που διαμορφώνονται, εγκαθίστανται και εκδηλώνονται σε ιδιαιτέρως πολυπαραγοντικά (ας μου επιτραπεί η έκφραση) περιβάλλοντα όπως οι εργασιακοί χώροι. Κυρίως αυτοί χαρακτηρίζονται από μία ποικιλότητα απίστευτης εμβέλειας. Ας προσπαθήσουμε μόνο να σκεφτούμε το άτομο με εργασιακή χαμηλή αυτοεκτίμηση στο χώρο της οικοδομής και αυτό στο χώρο του γραφείου. Πόση διαφορά θα είχαν οι συμπεριφορές τους. Σύμφωνα με το κείμενο λίγες, στην πραγματικότητα πολλές. (Μία ενδεικτική: στο χώρο της χειρωνακτικής εργασίας είναι πιθανό να μη βρούμε κανένα άτομο με αυτές τις συμπεριφορές - Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει;)
Αναρωτιόμαστε λοιπόν, δεν είναι απαραίτητο κάθε φορά να εξετάζουμε τις συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες παρατηρείται μια συμπεριφορά για να τη χαρακτηρίσουμε ως ψυχοπαθολογική ή όχι; Αν ναι, τότε πώς γίνεται να αποδίδουμε «συμπτώματα» μόνο με την περιγραφή ενός συνόλου αντιδράσεων που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και τον πιο «ισορροπημένο» (δε θα χρησιμοποιήσω τη λέξη υγιή που είναι τόσο δύσκολο να ορισθεί στην ψυχολογία) χαρακτήρα σε ανισόρροπες και κοινωνικά παθογόνες συνθήκες; Αν δεν είναι αυτός ένας τρόπος να στιγματίζουμε ανθρώπους και συνειδήσεις μέσα στην εργασιακή μας καθημερινότητα άσχετα με τα πραγματικά πολλές φορές οικονομικά, κοινωνικοπολιτικά και συμφεροντολογικά κίνητρα τότε τι είναι; Αν για να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω κάθε συμπεριφορά αντίστασης στον εργασιακό χώρο - και νομίζω ότι περιγράφει πολλές τέτοιες, μία ενδεικτική της λευκής απεργίας - είναι ψυχοπαθολογική τότε τι μπορεί να κάνει ο εργαζόμενος ως άτομο για να διατηρήσει τις αρχές και αξίες του εντός του εργασιακού του χώρου; Και κάτι επίκαιρό: σε εποχές οικονομικής κρίσης και επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων που πολλές φορές (κυρίως σε απολύσεις) οδηγούν σε απονενοημένα διαβήματα μια τέτοια ανάλυση τί προσφέρει εκτός από την ενοχοποίηση εαυτού ή άλλων; Η ψυχιατρικοποίηση της κοινωνικής σύγκρουσης αποτελεί έναν εκλεπτυσμένο τρόπο διατήρησης του υπάρχοντος status quo. Χρησιμοποιείται μαζί με άλλες παρόμοιες μεθόδους εξευγενισμένης «καταστολής» και αν δεν θέλουμε να γινόμαστε άθελα θύματά του τότε πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τη χρήση της όποιας (εν προκειμένω ψυχολογικής) ερμηνείας στην κοινωνική ζωή. Η επέκταση των ψυχαναλυτικών ερμηνειών στη σφαίρα του κοινωνικού πάντοτε θα αντιμετωπίζονται με έκδηλο σκεπτικισμό αφού είναι μονοδιάστατες και «αφήνουν» έξω σημαντικότερες παραμέτρους.
_______
Το συνοδευτικό οπτικό υλικό του παρόντος άρθρου αποτελεί επιλογή του συντάκτη και δεν υπόκειται απαραιτήτως στην ίδια άδεια χρήσης που διέπει το κείμενο και τη δικτυακή πύλη.