Γράφει η Φελίσια Παναγιωτάκου :
Θέλεις ώρες-ώρες να κάνεις ένα βήμα, να πας λίγο πιο πέρα μια ιδέα ή μια αυθόρμητη σκέψη σου. Όσο το σκέφτεσαι αυτό το βήμα φαντάζει όλο και πιο μεγάλο, για να φτάσεις στο σκοπό σου. Δε νιώθεις σίγουρος ή σίγουρη αν μπορείς να το κάνεις. Αρχίζεις να παίρνεις γνώμες φίλων και συγγενικών προσώπων, ωστόσο όλες οι γνώμες καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς: «τι να σου πω κάντο, αλλά εγώ στην θέση σου δεν ξέρω αν θα...». Θα ρωτήσεις τον ή την σύντροφό σου, αυτός ή αυτή πάντα σε συμβουλεύει σωστά ή έστω προσπαθεί. Η απάντηση πολλές φορές μοιάζει να είναι παρόμοια «τι να σου πω, δεν ξέρω, κάνε ό,τι νομίζεις». Κανείς δεν είναι σίγουρος λοιπόν για το αν μπορείς ή έστω αν αξίζει να προσπαθήσεις. Για να το λένε όλοι, σκέφτεσαι, κάτι θα ξέρουν σίγουρα. Συγκεκριμένα κάτι μπορεί να ξέρουν, αλλά δεν ξέρουν εσένα.
Μέσα από την παραπάνω κατάσταση, όπως προαναφέρθηκε, ξεκινάει μια διαδικασία όπου θέτουμε ένα στόχο και έπειτα τον αναιρούμε κατευθείαν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να λέμε στον εαυτό μας «τι θες και τα σκαλίζεις; Καλά είσαι με αυτά που έχεις». Πόσο σίγουρος είσαι όμως με αυτό; Αφού σου αρκούσαν αυτά που έχεις, δεν είχες κανένα λόγο να μπεις στην διαδικασία να ψάξεις για κάτι άλλο. Πριν όμως πάρουμε μια απόφαση, ιδίως όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ρίσκο, πολλοί σπεύδουμε να το «διατυμπανίζουμε» στους γύρω μας ζητώντας απελπισμένα τη γνώμη τους σα να είναι η τελευταία σανίδα σωτηρίας. Μια σανίδα που βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι αν αποτύχουμε στο βήμα μας, θα πρέπει πρώτα εκεί να δώσουμε εξηγήσεις και να κριθούμε για τις επιλογές μας, γιατί αυτή η σανίδα μας είχε «προειδοποιήσει» να μην κάνουμε αυτό το βήμα, με τον δικό της πάντα τρόπο.
Θα σας περιγράψω όσο ποιο περιληπτικά μπορώ μία ιστορία που διάβασα πρόσφατα χωρίς να αλλοιώσω έστω και στο ελάχιστο το νόημά της:
Μια μητέρα δύο παιδιών είχε αφήσει τη Μαρίνα, μια νέα δεκαοκτώ ετών, προκειμένου να προσέχει τα παιδιά με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα. Ο φίλος της Μαρίνας της τηλεφωνεί και της προτείνει να πάνε μία βόλτα με το καινούριο αυτοκίνητό του. Η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ, άλλωστε τα παιδιά κοιμόντουσαν και σκέφθηκε πως θα υπάρχει και ησυχία γενικά στο σπίτι. Φθάνει ο νεαρός της φίλος, και εκείνη μόλις άκουσε την κόρνα, δίχως καθυστέρηση άρπαξε την τσάντα της και άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου, αφήνοντας την αίσθηση πως η γραμμή είναι κατειλημμένη. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου των παιδιών και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει ο μικρός ο Πάντσο να βγει να την αναζητήσει, με κίνδυνο ίσως να πέσει από τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο, ήταν άλλωστε μόλις έξι ετών και ο μεγαλύτερος από τα δύο παιδιά (το άλλο ήταν μωρό ακόμη). Πιθανά όμως ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού ήταν η αιτία να αρχίσουν να καίγονται οι κουρτίνες και στην συνέχεια να ξεσπάσει φωτιά σε όλο το σπίτι. Ο Πάντσο ξύπνησε από το βήχα του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω από την πόρτα. Αμέσως προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη και δεν τα κατάφερε. Επιχείρησε να φωνάξει δυνατά τη Μαρίνα, αλλά δεν την άκουγε πουθενά, προσπάθησε ως επόμενο βήμα να τηλεφωνήσει στην μαμά του (ήταν το μόνο νούμερο που μπορούσε να καλέσει στο τηλέφωνο για ώρα ανάγκης) αλλά το τηλέφωνο δε λειτουργούσε. Ο Πάντσο λοιπόν, σκέφτηκε να βγει από το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και ακόμα και αν τα κατάφερνε, θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία. Τελικά, μετά από ώρα όλα πήγαν καλά και ήρθαν οι πυροσβέστες έσβησαν την φωτιά. Όμως και εκείνοι και όσοι είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω είχαν μείνει αποσβολωμένοι από ένα ιδιότυπο συμβάν που μονοπωλούσε τις συζητήσεις τους. Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά την σήτα. Πώς μπόρεσε να φορτώσει τον μόλις νεογέννητο αδερφό του σε ένα σακίδιο και πως μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας ένα σημαντικό βάρος στην πλάτη του και να κατέβει από το δέντρο. Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, έδωσε την απάντηση: «Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος. Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα τα καταφέρει.»
Ίσως ο δρόμος που επιλέγουμε να ακολουθήσουμε να είναι αδιάβατος, όμως είναι ο δικός μας δρόμος. Τι νόημα έχει να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο της αποτυχίας, αφού αυτό που ήδη έχουμε, πολλές φορές δεν το θεωρούμε επιτυχία; Δεν μπορούμε στη ζωή μας να τα κάνουμε όλα σωστά, γιατί αυτό θα σημαίνει πως ζούμε λάθος. Μπαίνουμε σε μια διαδικασία, μια ψυχοφθόρα διαδικασία να σκεφτούμε αν αυτό που διαλέξαμε θα μας οδηγήσει στη σωστή επιλογή. Ακόμα και αν αυτή η επιλογή όμως δεν οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα, θα έχεις αποκομίσει κάτι από αυτήν. Θα έχεις νιώσει πώς είναι να διεκδικείς τα «θέλω» σου, θα έχεις μάθει από τα λάθη σου και θα έχεις αντισταθεί σε «πρέπει» που δεν σου ανήκουν. Το πιο σημαντικό όμως, θα έχεις διεκδικήσει την ζωή σου μόνος σου, όπως ο μικρός Πάντσο.
«Μόνο ένα πράγμα κάνει τα όνειρα αδύνατο να πραγματοποιηθούν: ο φόβος της αποτυχίας»
-- Paulo Coelho
________
Το κείμενο με τον μικρό Πάντσο αντλήθηκε από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι: «Ιστορίες να σκεφτείς» (μτφρ.: Μαρία Μπεζαντάκου, εκδόσεις Όπερα - 2008, σ. 148).
Πηγές εικόνων (επιμέλεια από ομάδα σύνταξης MyAegean): (forgotever), (sweetonveg)