Βούρος Παναγιώτης περιβαλλοντολόγος:
Σύμφωνα με την έκθεση «Πράσινη Οικονομία» του ΟΗΕ που πρόκειται να εκδοθεί το Οκτώβριο στα πλαίσια του περιβαλλοντικού προγράμματος του Οργανισμού, αν συνεχισθεί η σημερινή πολιτική της υπεραλίευσης, χωρίς να παρθούν μέτρα, σε σαράντα χρόνια, αν όχι νωρίτερα, δεν θα υπάρχουν πλέον αλιεύματα. Μάλιστα σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία του οργανισμού, τα αλιευτικά αποθέματα έχουν ήδη καταρρεύσει για το 30% των ειδών αλιευόμενων ψαριών, που σημαίνει ότι η παραγωγή έχει πέσει κάτω από το 10% της αρχικής απόδοσης.
Σήμερα, μόνο το ένα τέταρτο των πληθυσμών αλιευόμενων ψαριών -κυρίως τα φθηνότερα ήδη με μικρή ζήτηση- παραμένουν σε υγιή επίπεδα. Σύμφωνα με τον Πάβαν Σκούκντεβ, επικεφαλής της πρωτοβουλίας της Πράσινης Οικονομίας στο UNEP αν δεν ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα τα αλιευτικά αποθέματα θα καταρρεύσουν.
Σύμφωνα επίσης με μελέτη του Ιδρύματος New Economics Foundation (NEF), οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν όλο και περισσότερα ψάρια την ώρα που οι θάλασσες τους «αδειάζουν».Τα δύο τρίτα των ψαριών όμως που καταναλώνονται στη ΕΕ προέρχονται από εισαγωγές. Έτσι καταλήγουμε όμως πέραν την υπεραλίευσης των Ευρωπαϊκών ιχθυαποθεμάτων, η ΕΕ να συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό ενεργά και στην υπεραλίευση των ιχθυαποθεμάτων τρίτων χωρών μέσω «αλιευτικών συμπράξεων» με κάθε μία από αυτές και αντισταθμιστικά ανταλλάγματα που εκ των πραγμάτων στην πραγματικότητα δεν συμβάλλουν στη βιώσιμη αλιεία. Και αυτό γιατί τα οικονομικά ανταλλάγματα που δίνονται προς τις τρίτες χώρες ως αντισταθμιστικά οφέλη προστασίας των ιχθυότοπων και του εισοδήματος των ντόπιων αλιέων πέρα από το ότι είναι μικρά σε σχέση με τα κέρδη που δημιουργούνται υπέρ των Ευρωπαίων αλιέων και εμπόρων, συνήθως ούτε τους ιχθυότοπους προστατεύουν ούτε τους ντόπιους αλιείς και το εισόδημα τους.
Άλλωστε τα τελευταία χρόνια η αλιευτική δυνατότητα των Ευρωπαϊκής σημαίας ή ιδιοκτησίας σκαφών είναι πολύ μεγάλη χάρις τον υπερσύγχρονο εξοπλισμό που αυτά διαθέτουν και την πολιτική της επιδότησης που χρησιμοποιήθηκε και πλέον αρχίζει να αμφισβητείται. Μάλιστα σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση του ΟΗΕ οι ειδικοί της UNEP επιρρίπτουν την κύρια ευθύνη στις κυβερνήσεις που παρέχουν επιδοτήσεις στους αλιείς. Το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις φτάνουν τα 28 δισ. δολάρια το χρόνο, τη στιγμή που η αξία των αλιευμάτων δεν ξεπερνά τα 85 δισ. είναι πραγματικά «διαστροφικό» σχολίασε πρόσφατα ο Πάβαν Σκούκντεβ, επικεφαλής της πρωτοβουλίας της Πράσινης Οικονομίας στο UNEP.

Το μοντέλο της υπερεκμετάλλευσης των πόρων του πλανήτη και της μείωσης της βιοποικιλότητας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τη θάλασσα. Η αλιευτική βιομηχανία δεν είναι τίποτα άλλο από έναν ακόμα παραγωγικό και εμπορικό κλάδο που λειτουργεί με βάση την αρχή της αγοράς για οικονομική μεγέθυνση. Η αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη, η βελτίωση του επιπέδου ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού, το σύγχρονο μοντέλο ζωής που διαμορφώνει νέα διατροφική κουλτούρα (υγιεινή διατροφή), ακόμα και διατροφική μόδα (π.χ. σούσι), συνέτεινε στην αύξηση της ζήτησης για περισσότερα αλιεύματα και οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση όχι μόνο των Ευρωπαϊκών αλλά και των θαλασσίων ιχθυαποθεμάτων άλλων χωρών. Και όλα αυτά με όρους που ουσιαστικά δημιούργησαν και δημιουργούν υπερκέρδη σε συγκεκριμένους «επιχειρηματίες ή βιομήχανους» του κλάδου (ειδικά η αλιεία και εμπορία του κόκκινου τόνου, οδήγησε στην εξολόθρευση του πλουτίζοντας όμως τους αλιείς του). Ταυτόχρονα φαίνεται να οδηγεί στην απόσυρση και στην ένδεια μεγάλου αριθμού κυρίως παράκτιων αλιέων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της ΕΕ. Φυσικά τα ανωτέρω αφορούν μόνο τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις, με τις περιβαλλοντικές να είναι εξίσου σημαντικές σε ό,τι αφορά στην υποβάθμιση των θαλάσσιων ενδιαιτημάτων και την εξάντληση όλου και μεγαλύτερου μέρους των ιχθυαποθεμάτων.
Η θαλάσσια βιοποικιλότητα υφίσταται τεράστιες πιέσεις που οφείλονται κυρίως στη ρύπανση, στην υπεραλίευση και -την τελευταία δεκαετία- στην κλιματική αλλαγή[1]. Η υπερεκμετάλλευση των ιχθυαποθεμάτων αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για τα ευρωπαϊκά θαλάσσια οικοσυστήματα. Το 88% των ιχθυαποθεμάτων της ΕΕ υπεραλιεύεται, πράγμα που σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη η ανάκτηση των πληθυσμών[2]. Η ανωτέρω κατάσταση έχει όμως συνεπαγόμενες επιπτώσεις και επί των υπολοίπων πληθυσμών της τροφικής αλυσίδας που συναρτώνται με τα ιχθυαποθέματα όπως τα θαλάσσια θηλαστικά και η θαλάσσια ορνιθοπανίδα.
Την ίδια στιγμή η Διεθνής και Ευρωπαϊκή νομοθεσία (ενδεικτικά η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982)[3], η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλομορφία (1992)[4], οι περιφερειακές συμβάσεις, με σημαντικότερες τη σύμβαση ΟSPAR για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βόρειο-Ανατολικού Ατλαντικού (1992)[5] και το Πρωτόκολλο για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου (1995)[6], ο Καν. 1967/2006 του Συμβουλίου για την αλιεία στη Μεσόγειο[7], ο Καν 734/2008 ΕΚ για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας κ.α.) για την προστασία των θαλάσσιων ενδιαιτημάτων και ιχθυαποθεμάτων στα πλαίσια και της ΚΑλΠ που ολοκληρώθηκε το 2002 δεν φαίνεται να έχει επιτύχει το στόχο της. Ακόμα και ο στόχος για προώθηση της Βιώσιμης Αλιείας των περιφερειακών επιτροπών αλιείας, δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται βάση και της συνεχόμενης μείωσης των ιχθυαποθεμάτων. Με βάση την υφιστάμενη κατάσταση η Ε.Ε. με την πρόσφατη Πράσινη Βίβλο επισημαίνει την ανάγκη για καλύτερη διαχείριση των θαλάσσιων πόρων[8].
Οι αδυναμίες ως προς την ανωτέρω εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας οφείλονται καταρχάς στην υψηλή κερδοφορία της αλιευτικής βιομηχανίας και κυρίως της μέσης αλιείας, που επιτρέπει το ρίσκο της παραβατικότητας, στην έλλειψη ισχυρού μηχανισμού επιτήρησης ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, στη μη κύρωση των διεθνών συμβάσεων από κάποιες τρίτες χώρες, στην ίδια τη πολιτική της ΕΕ που ακολουθεί ενισχυτική πολιτική σε σχέση με την αλιευτική δυνατότητα του Ευρωπαϊκού στόλου αλλά και σε σχέση με την διευκόλυνση πρόσβασης των ευρωπαίων αλιέων στους αλιευτικούς πόρους τρίτων χωρών, με περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου αυτών των κρατών ακόμα και όταν το θέλουν! Ακόμα, η έλλειψη επαρκών επιστημονικών δεδομένων για το θαλάσσιο περιβάλλον, αλλά και η μη αναγνώριση αυτών κατά τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σχετικά με την αλιεία συμβάλλουν στην διεθνή κατάσταση όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα στον κλάδο της αλιείας.
Ήδη η νέα ελληνίδα Επίτροπος Αλιείας και Ναυτιλιακών υποθέσεων, με βάση την υφιστάμενη κατάσταση και στα πλαίσια της αναθεώρησης της ΚαλΠ, της Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής και της Οδηγίας για τη Θαλάσσια Στρατηγική επισήμανε ως στόχο να επιτύχει την άμβλυνση των παραπάνω αδυναμιών, με ταυτόχρονη προστασία και ανάκαμψη και των ιχθυαποθεμάτων, και του εισοδήματος κυρίως των παράκτιων αλιέων και αντιμετώπιση της μεγάλης αλιευτικής δυνατότητας του Ευρωπαϊκού στόλου και με ενίσχυση του μηχανισμού επιτήρησης και συνεργασίας των κρατών και γενικώς με την λήψη μέτρων που θα επιτρέψουν την επίτευξη της βιώσιμης αλιείας.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ που αναφέρθηκε παραπάνω, περισσότερα από 20 εκατομμύρια άτομα που τώρα απασχολούνται στην αλιευτική βιομηχανία μπορεί να χρειασθεί να βρεθούν εκτός επαγγέλματος και να καταρτισθούν σε άλλα αντικείμενα μέσα στα επόμενα 40 χρόνια προκειμένου να αποφευχθεί η τελική κατάρρευση των αλιευτικών αποθεμάτων στους ωκεανούς σε όλο τον κόσμο. Ειδικοί επίσης επιστήμονες, τονίζουν ότι μια «ανάπαυλα» της αλιείας για λίγα χρόνια θα επιτρέψει στους πληθυσμούς να επανέλθουν σε ένα επίπεδο όπου οι αλιείς θα μπορούν να αλιεύουν περισσότερο από ό, τι κάνουν σήμερα, με μεγαλύτερα κέρδη, χωρίς εξάντληση των πόρων με βάση τη «μέγιστη βιώσιμη απόδοση».
Φτάνοντας τώρα στο προκείμενο του τι μέλει γενέσθαι, θα ξεκινούσαμε από μια από τις τελευταίες δηλώσεις του Ευρωβουλευτή Κρίτωνα Αρσένη μέλους της Επιτροπής αλιείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το θέμα: «Η Αλιεία βρίσκεται σε κρίση, όπως γενικότερα οι οικοσυστημικές υπηρεσίες της θάλασσας. Η σημερινή Κοινή Αλιευτική Πολιτική έχει αποτύχει. Τα περισσότερα αλιευτικά αποθέματα καταρρέουν. Η προστασία των αλιευμάτων είναι προϋπόθεση για την προστασία των αλιέων. Για να αποτρέψουμε την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Αλιείας είμαστε υποχρεωμένοι να μειώσουμε την αλιευτική προσπάθεια και τον ευρωπαϊκό αλιευτικό στόλο. Να σχεδιάζουμε μακροχρόνια σε επίπεδο οικοτόπων και όχι μεμονωμένων ειδών. Πολιτεία και αλιείς μαζί θα πρέπει μετά από επιστημονική μελέτη να δημιουργήσουν διάσπαρτα καταφύγια αλιευμάτων, να αποφασίσουν τη μείωση της αλιευτικής προσπάθειας και να δημιουργήσουν ελεγκτικούς μηχανισμούς για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών και εθνικών αποφάσεων για τον περιορισμό της υπεραλίευσης. Παράλληλα, απαιτείται εκπαίδευση των αλιέων και πάλι με τη συνεργασία της Πολιτείας με τους αλιείς»
Η υλοποίηση των παραπάνω σκέψεων, απαιτεί καταρχάς εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας και συμπληρωματικά, στα πλαίσια και της αναθεώρησης της ΚαλΠ, μείωση ή διακοπή κάθε επιδότησης που ενισχύει την υπεραλίευση, μείωση του αλιευτικού στόλου (με λήψη αντισταθμιστικών μέτρων προστασίας του εισοδήματος, κυρίως των «μικρών» αλιέων και των ανέργων του κλάδου που θα προκύψουν), ενίσχυση της επιτήρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατών της ΕΕ και με τις τρίτες χώρες, διεύρυνση του πλαισίου ελέγχου των εισαγωγών αλιευμάτων και ενσωμάτωση της σήμανσης σ’ αυτό, αυστηριοποίηση του πλαίσιου επιβολής των κυρώσεων και τέλος εκκίνηση μίας εκστρατείας ενημέρωσης των επαγγελματιών και των πολιτών της ΕΕ για τη βιώσιμη αλιεία. Η ανάγκη για βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση θα πρέπει να αποτελεί πλέον, στην πράξη και σε παγκόσμιο επίπεδο, βασική προτεραιότητα σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ειδάλως είμαστε να μας κλαίνε και οι ρέγγες…!
*υποσημείωση – πρόταση: η ανάγνωση του βιβλίου «το Σμήνος» του Φρανκ Σετσινγκ του 2007
___
1 European Environmental Agency, Marine Ecosystems, Copenhagen, 2010, σ. 4.
2 European Environmental Agency, Marine Ecosystems, ό.π., σ. 5.
3 UN Convention on the Law of the Sea, 21 ILM 1261 (1982).
4 UN Convention on Biological Diversity, 31 ILM 818 (1992).
5 The Convention for the Protection of the Marine Environment of the North-East Atlantic (the ‘OSPAR Convention’), 32 ILM 1069 (1993).
6 Protocol Cpncerning Specially Protected Areas and Biological Diversity, 34 ILM 1542 (1995).
7 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 (ΕΕ L 409 της 30.12.2006), ΕΕ L 36 της 8.2.2007.
8 Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πράσινη Βίβλος. Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, COM(2009) 163 τελικό.