Γράφει ο Παναγιώτης Βούρος:
Η συγκεκριμένη έρευνα εξέτασε τη σχέση μεταξύ της αστικής μορφής και της βιώσιμης κατανάλωσης σε 24 πόλεις και μητροπολιτικές περιοχές του ΟΟΣΑ. Μέσα από την ανάλυση χαρακτηριστικών αστικής μορφής των πόλεων, βιώσιμης συμπεριφοράς και κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων των κατοίκων τους, προέκυψε ότι η ανάπτυξη προτύπων βιώσιμης κατανάλωσης, είναι συνάρτηση των προσωπικών παραγόντων. Κάποια χωρικά χαρακτηριστικά (περιοχές με χώρους πρασίνου, πληθυσμιακή πυκνότητα, μέγεθος πληθυσμού) έχουν μέτρια επίπτωση στην καθημερινή πρακτική βιώσιμης συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Σε πρόσφατη έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2015 μελετήθηκε το κατά πόσο τα χωρικά χαρακτηριστικά των μεγάλων πόλεων επηρεάζουν τους κατοίκους τους, προς ένα βιώσιμο τρόπο συμπεριφοράς και κατανάλωσης. Τέτοιες μελέτες θεωρείται ότι συμβάλλουν σημαντικά στην χάραξη χωροταξικού σχεδιασμού που επιδιώκει την περιβαλλοντική αειφορία σε επίπεδο κοινότητας ή νοικοκυριού.
Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ανοικτά διαθέσιμα πρωτογενή δεδομένα για 24 μεγάλες πόλεις ή μητροπολιτικές περιοχές κυρίως από την Ευρώπη. Αυτά προέρχονταν από το Διεθνές Πρόγραμμα Κοινωνικής Έρευνας (ISSP Group, 2012) και από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ (stats.oecd.org). Τα δεδομένα του ISSP αφορούσαν την καταγραφή, από τη Τμήμα Περιβάλλοντος, πρακτικών συνηθειών βιώσιμης συμπεριφοράς σε επίπεδο νοικοκυριού, που ελήφθησαν κυρίως κατόπιν προσωπικών συνεντεύξεων ή δευτερεύοντος μέσω τηλεφώνου αλληλογραφίας ή διαδικτυακά. Από τους πολίτες ζητούνταν συγκεκριμένα απαντήσεις σχετικά με το αν ανακυκλώνουν, αν ακολουθούν πρακτικές εξοικονόμησης νερού, ενέργειας, μειωμένης χρήσης του αυτοκινήτου, αγοράς «πράσινων» προϊόντων ή αν αποφεύγουν ν` αγοράζουν μη φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα. Παράλληλα τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, αφορούσαν ένα σύνολο δεικτών αστικής μορφής μεγάλων πόλεων όπως το Λονδίνο, η Σεούλ, η Πόλη του Μεξικού κ.α., που εστίαζαν στο μέγεθος και τη πυκνότητα του πληθυσμού, τη πολυκεντρικότητα, τη συγκέντρωση των ανθρώπων σε συγκεκριμένες περιοχές, και στο κατά κεφαλήν ποσοστό πρασίνου ανά πόλη. Επιπλέον, συμπεριλήφθησαν μεταβλητές όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, οι εκπομπές CO2 ανά κάτοικο και τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης (πηγή ΟΟΣΑ), καθώς και πέντε κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές (φύλο, εκπαίδευση, ηλικία, εισόδημα νοικοκυριών και περιβαλλοντικές ανησυχίες) που διατίθενται και πάλι από το αρχείο του ISSP.
Παλαιότερες αλλά πρόσφατες χρονικά μελέτες έχουν συσχετίσει την επίδραση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος στα πρότυπα συμπεριφοράς των ανθρώπων. Σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι στις μεγάλες πόλεις –μητροπολιτικές περιοχές- όπου παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού, εγγύτητα στους χώρους απασχόλησης, ανεπτυγμένα δίκτυα μαζικής μεταφοράς και ενέργειας, παρατηρείται μειωμένη χρήση του αυτοκινήτου και κατανάλωση ενέργειας. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν μελέτες όπου παρουσιάζουν μία άλλη εικόνα, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια, ταξιδεύοντας μακριά από τον τόπο κατοικίας, τον ελεύθερο τους χρόνο, προκειμένου να αντισταθμίσουν την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους από τη διαμονή τους στις μεγάλες πόλεις και την περιβαλλοντική επιβάρυνση που δέχονται. Η αντιφατικότητα των αποτελεσμάτων των μελετών αυτών, οφείλεται στην πολυπλοκότητα των τρόπων με τους οποίους η αστική μορφή επηρεάζει τη βιώσιμη κατανάλωση και τρόπο συμπεριφοράς. Η καλή γνώση της σχέσης μεταξύ δομημένου περιβάλλοντος και βιώσιμης συμπεριφοράς είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις μεγάλες πόλεις. Το βασικό επομένως ερευνητικό αντικείμενο συζήτησης που τίθεται είναι κατά πόσο η στάση ή συμπεριφορά των ανθρώπων επηρεαζόμενη από χωρικούς περιορισμούς δύναται να κινηθεί σε ένα βιώσιμο τρόπο συμπεριφοράς και κατανάλωσης.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων (φύλο, ηλικία), συνδέονται θετικά με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες. Οι γυναίκες και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό συσχέτισης και έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να υιοθετήσουν ένα βιώσιμο τρόπο συμπεριφοράς και κατανάλωσης. Αντίστοιχα σε επίπεδο πόλεων οι κάτοικοι περιοχών με χώρους πρασίνου παρουσιάζουν επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά ως τάση. Αντίθετα η πολυκεντρικότητα, η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, η συγκέντρωση σε αστικούς πυρήνες δεν φαίνεται να συνδεόταν με αντίστοιχες ισχυρές τάσεις υιοθέτησης βιώσιμου τρόπου ζωής.
Αναλυτικότερα διαπιστώθηκε ότι η μείωση της χρήσης του αυτοκινήτου για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, συνδεόταν κυρίως με ατομικούς παράγοντες. Οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, οι περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένοι, οι κάτοχοι πτυχίου και χαμηλού εισοδήματος, φαίνεται να μειώνουν συχνότερα τη χρήση του αυτοκινήτου από τους υπόλοιπους. Επίσης αντίστοιχες συμπεριφορές, αν και οριακά, παρατηρήθηκαν συχνότερα μεταξύ κατοίκων των μεγάλων πόλεων σε σχέση με αυτούς των μικρών. Αντίστοιχα σε σχέση με την εξοικονόμηση ενέργειας ή καυσίμων, οι γυναίκες και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και χαμηλού εισοδήματος ήταν αυτά που συνέβαλαν περισσότερο. Αντίθετα το επίπεδο εκπαίδευσης και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες δεν είχαν σημασία. Καμία από τις μεταβλητές σε επίπεδο πόλης δεν έδειξε σημαντικές επιπτώσεις, καταδεικνύοντας ότι τα χωρικά χαρακτηριστικά των μεγάλων πόλεων δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ατόμων προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος. Η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα φαίνεται να συνδέεται με τη ανάπτυξη άλλων μορφών βιώσιμης συμπεριφοράς και κατανάλωσης όπως η ανακύκλωση, ή η αγορά πράσινων προϊόντων, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας (χαμηλό κόστος), είτε σε επίπεδο δημόσιας είτε σε επίπεδο ιδιωτικής προσφοράς αντίστοιχων υπηρεσιών (κοντινά σημεία ανακύκλωσης, καταστήματα πώλησης βιολογικών προϊόντων κ.α.).
Πηγή:
Lo (2015), Small is green? Urban form and sustainable consumption in selected OECD metropolitan areas. Land Use Policy, 54:212–220
Διαθέσιμο από:
Ως γενικό συμπέρασμα της έρευνας προκύπτει ότι η ανάπτυξη βιώσιμης συμπεριφοράς και κατανάλωσης για τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων ή μητροπολιτικών περιοχών, είναι συνάρτηση των προσωπικών παραγόντων, όπως τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των ατόμων και το επίπεδο της περιβαλλοντικής του ευαισθησίας χωρίς να προσδιορίζεται σαφής σύνδεση αυτής, με το δομημένο περιβάλλον. Οποιαδήποτε αλλαγή συμπεριφοράς προς ένα βιώσιμο τρόπο, που φαίνεται να οφείλεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό είναι περισσότερο πιθανό να είναι παθητική, έμμεση και κοινωνικά προερχόμενη παρά ενεργή, άμεση και σε ατομικό επίπεδο. Κατά συνέπεια φαίνεται ότι οι άνθρωποι που ζουν σε μεγάλες πόλεις ή μητροπολιτικές περιοχές δεν έχουν περισσότερες πιθανότητες να υιοθετήσουν ένα βιώσιμο τρόπο συμπεριφοράς και κατανάλωσης από άλλους. Παρ' όλα αυτά και με δεδομένο ότι παρατηρήθηκαν κάποιες τάσεις για βιώσιμες μορφές κατανάλωσης σε συνάρτηση με την υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και την ύπαρξη χώρων πρασίνου, θα μπορούσε να εξετασθεί περαιτέρω ο ρόλος του πολεοδομικού σχεδιασμού που προβλέπει ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε περιοχές με περισσότερους χώρους πρασίνου.
Πηγές εικόνων (επιμέλεια από ομάδα σύνταξης MyAegean): (unsplash), (Hans), (B_Me), (Hugh Venables)