Γράφει ο Γιώργος Παραδείσης:
Επιτέλους βρέχει. Γκρίζα σύννεφα παντού, η μέρα αρχίζει μα το σκοτάδι παραμένει. Η μυρωδιά της υγρασίας, ο ήχος του νερού, πλημμυρίζουν το χώρο. Βρεγμένα μαλλιά κολλάνε στο πρόσωπο. Βρεγμένα ρούχα αγκαλιάζουν το σώμα. Κι εγώ σ' ένα μικρό, παλιό, σάπιο μπαλκόνι, σε μια τεράστια, παλιά και λιγδιασμένη πόλη, βλέπω, ακούω, αισθάνομαι, μυρίζω, γεύομαι, χορεύω στη βροχή. Πανδαισία για όλες τις αισθήσεις.
Βρέχει, επιτέλους βρέχει. Το παλιό, βρόμικο τσιμέντο που γεμίζει την πόλη χάνει κάθε ίχνος ασχήμιας. Δένει με το γκρίζο του ουρανού και αποκτά μια ομορφιά θλιβερή, μελαγχολική και μαύρη. Δικιά μου. Σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία. Αποχρώσεις του γκρίζου παντού. Πάρα πολλές, εκατοντάδες ίσως, μα έχουν όλες κάτι από γκρι. "Comptine d'un autre ete: L'apres-midi". Σαν τα μελαγχολικά βαλς της Amelie που ξεχύνονται από τα ηχεία μου. Σαν τις εκφάνσεις της ζωής.
O χρόνος ξέρει καλά τη δουλειά του και συνεχίζει να κυλάει. Στους ρυθμούς των βαλς, σήμερα η βροχή τον συνοδεύει. Οι δρόμοι πλένονται, τα σκουπίδια κυλούν και παρασέρνονται απ' το νερό. Δεν υπάρχουν αμαρτίες που δάκρυα δεν μπορούν να τις ξεπλύνουν. Και σήμερα ο ουρανός είναι δακρυσμένος. Ταιριάζει με τον δικό μου. Θυμίζει παλιά ταξίδια που έκανα, όταν η ζωή μου είχε νόημα γιατί την μοιραζόμουν. Θυμίζει κρύο και μυρωδιά θάλασσας, βροχή και αέρα ένα κρύο βράδυ σε ένα σάπιο ferry boat, σε μια μεταμεσονύκτια πλεύση προς το Αντίριο. Θυμίζει άφιξη στα Γιάννενα, με μια αγκαλιά και μια καθαρή πετσέτα να περιμένουν. Ζεστά σερμπέτια, ζεστά φιλιά και ρακόμελο πικάντικο θυμίζει. Χιλιάδες πράγματα δικά σου, από τα μεγαλύτερα μέχρι τα πιο μικρά. Μα τούτο, το ένα, το πιο απλό απ' όλα, η βροχή... Ήταν πάντοτε δικό μου. Δική μου συντροφιά, το δώρο που έφερνα μαζί μου όταν ερχόμουν, η μόνη ομορφιά που έμεινε μαζί μου όταν έφυγες. Και η μοναξιά πάντα ελαφραίνει όταν βρέχει. Γιατί έχω τον καιρό στο πλάι μου. Και τέτοιες μέρες, όταν κοιτάς έξω, βλέπεις τον κόσμο που άφησες. Τον δικό μου κόσμο.
Η πόλη ξυπνάει. Οι άνθρωποι περπατούν στους δρόμους, μα επιτέλους δεν έχουν ηλίθια χαμόγελα στα χείλη. Μερικοί, λίγοι, πολύ λίγοι, χαμογελούν μελαγχολικά. Περπατούν γρήγορα, είναι σοβαροί, και για μία φορά στην ζωή τους κοιτάζουν χαμηλά. Είναι τόσο πολύ όμορφοι σήμερα... Πανέμορφοι. Τους βλέπω και αναρωτιέμαι πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν είχαμε τη σοφία να κοιτάμε πάντα χαμηλά. Δεν έχει σημασία. Κάποτε ήμουν βλάκας, μικρός και αλαζονικά ευτυχής. Είχαν πει τότε για μένα: «Μίλα στο Γειτωνάκο. Ο Γείτωνας είναι σοφός». Από τότε έπαθα πολλά. Από τότε έμαθα πολλά. Τους ξαναβρήκα και τους το είπα. Μάλλον περισσότερα απ' όσα θα πρεπε είχα μάθει. Γιατί τώρα πια δε μου μιλούν. Δεν είμαστε έτοιμοι να ξέρουμε πολλά. Δεν είμαστε έτοιμοι να νιώθουμε πολλά. Μήτε να κοιτάμε χαμηλά είμαστε έτοιμοι. Να 'ναι καλά η βροχή. Που μας το θυμίζει πού και πού.
-- Γείτων.
_________
Πηγές εικόνων (επιμέλεια από ομάδα σύνταξης MyAegean): (accent on eclectic), (VinothChandar)